-
1 μετριότης
μετριότης, ητος, ἡ, die Mäßigkeit, Bescheidenheit; Thuc. 1, 38; κατενόησε τὴν μετριότητα τῶν σίτων, Xen. Cyr. 5, 2, 17; Plat. Phil. 65 b; καὶ κοσμία δαπάνη, Rep. VIII, 560 d; Sp.; im plur., Isocr. 4, 11, vgl. 2, 33, αἱ γὰρ μετριότητες μᾶλλον ἐν ταῖς ἐνδείαις ἢ ταῖς ὑπερβολαῖς ἔνεισιν, wo es ein Lob der guten Mittelmäßigkeit, Rechtschaffenheit ist; vgl. Arist. pol. 5, 11.
-
2 μετριότης
μετριότης, ητος, ἡ, die Mäßigkeit, Bescheidenheit; αἱ γὰρ μετριότητες μᾶλλον ἐν ταῖς ἐνδείαις ἢ ταῖς ὑπερβολαῖς ἔνεισιν, wo es ein Lob der guten Mittelmäßigkeit, Rechtschaffenheit ist
См. также в других словарях:
μετριότητα — η (ΑΜ μετριότης, ητος) [μέτριος] 1. η μέση κατάσταση 2. η μετριοπάθεια («ἡμῑν δὲ αἰσχρὸν βιάσασθαι τὴν τούτων μετριότητα», Θουκ.) 3. μετριοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη 4. μέτρια, μικρή ικανότητα («λόγω τής μετριότητάς του δεν μπόρεσε ποτέ να… … Dictionary of Greek